ἔξοινος

ἔξοινος
ἔξοινος
drunken
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έξοινος — ἔξοινος, ον (Α) μέθυσος …   Dictionary of Greek

  • ἐξοίνως — ἔξοινος drunken adverbial ἔξοινος drunken masc/fem acc pl (doric) ἐξοινόομαι to be drunk imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξοινον — ἔξοινος drunken masc/fem acc sg ἔξοινος drunken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοίνοις — ἔξοινος drunken masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοίνους — ἔξοινος drunken masc/fem acc pl ἐξοινόομαι to be drunk imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοίνων — ἔξοινος drunken masc/fem/neut gen pl ἐξοινόομαι to be drunk imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐξοινόομαι to be drunk imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξοινοι — ἔξοινος drunken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοινία — ἐξοινία, η (Α) [έξοινος] το μεθύσι …   Dictionary of Greek

  • εξοινώ — ἐξοινῶ, έω (Α) [έξοινος] 1. είμαι μεθυσμένος 2. ξεμεθώ …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”